- συν-εξ-αμιλλάομαι
συν-εξ-αμιλλάομαι, mit, zugleich einen Wettkampf beginnen, Plut. de sanit. tuend. p. 409, ϑνητὸν ἀϑανάτοις καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίοις συνεξαμιλλᾶσϑαι καὶ συνεξανύτειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-αμιλλάομαι, mit, zugleich einen Wettkampf beginnen, Plut. de sanit. tuend. p. 409, ϑνητὸν ἀϑανάτοις καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίοις συνεξαμιλλᾶσϑαι καὶ συνεξανύτειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.