- συν-εξ-ανύω
συν-εξ-ανύω (s. ἀνύω), mit, zugleich vollenden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-ανύω (s. ἀνύω), mit, zugleich vollenden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
sen-, sene-, sen(e)u-, senǝ- — sen , sene , sen(e)u , senǝ English meaning: to prepare, work on, succeed Deutsche Übersetzung: “bereiten, ausarbeiten, vollenden, erzielen” Material: O.Ind. ásanam “I gewann”, sanē ma “wir mögen gewinnen”; sanō ti “gewinnt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
συνανύω — και συνανύτω Α 1. διανύω κάτι μαζί με άλλον («σὺν αὐτῷ συνανύσαι δρόμον», Αππ.) 2. (αμτβ.) έρχομαι, φθάνω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνύω / ἀνύτω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας, διανύω, φθάνω στο τέλος»] … Dictionary of Greek
έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… … Dictionary of Greek
συνέντης — Α (κατά τον Ησύχ.) «συνεργός». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *ἕντης«αυτός που πραγματοποιεί κάτι» (πιθ. από την απαθή βαθμίδα *sen τής ρίζας τού ρ. ἀνύω*), βλ. και λ. αφέντης] … Dictionary of Greek