- συν-εξ-ελίσσω
συν-εξ-ελίσσω, att. -ττω, mit od. zugleich entwickeln, Callistrat. stat. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-ελίσσω, att. -ττω, mit od. zugleich entwickeln, Callistrat. stat. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεξελιττόμενος — σύν , ἐκ ἐλίσσω Acut. (Sp.) pres part mp masc nom sg (attic) σύν ἐξελίσσω unroll pres part mp masc nom sg (attic) σύν ἐξελίσσω unroll pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνελίσσω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συνειλίσσω, και αττ. τ. συνελίττω Α τυλίγω γύρω γύρω, περιτυλίγω («συνελίσσειν εἴριον», Ιπποκρ.) αρχ. φρ. «σπείραις συνελίσσω» κουλουριάζομαι (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»] … Dictionary of Greek
τριέλικτος — ον, Μ 1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές 2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.) β) «τριέλικτοι θώρακες» τα σανιδώματα τού πλοίου (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek