- προς-μετα-σκευάζω
προς-μετα-σκευάζω, noch dazu, noch ferner umändern, D. Hal. de C. V. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-μετα-σκευάζω, noch dazu, noch ferner umändern, D. Hal. de C. V. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευάζω — ΝΑ [σκεῡος] νεοελλ. (για εμπορεύματα) συσκευάζω αρχ. 1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.) 2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», Ηρόδ.) 3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ ἐκ σοῡ… … Dictionary of Greek