συν-ιδρύω

συν-ιδρύω

συν-ιδρύω (s. ἱδρύω), mit, zugleich aufstellen, Schol. Ar. Ran. 326.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνίδρυον — συνί̱δρῡον , σύν ἱδρύω make to sit down imperf ind act 3rd pl συνί̱δρῡον , σύν ἱδρύω make to sit down imperf ind act 1st sg συνίδρῡον , σύν ἱδρύω make to sit down imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) συνίδρῡον , σύν ἱδρύω make to sit down… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίδρυσε — συνί̱δρῡσε , σύν ἱδρύω make to sit down aor ind act 3rd sg συνίδρῡσε , σύν ἱδρύω make to sit down aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιδρυμένη — συνῑδρῡμένη , σύν ἱδρύω make to sit down perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιδρυμένοι — συνῑδρῡμένοι , σύν ἱδρύω make to sit down perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιδρῦσθαι — συνῑδρῦσθαι , σύν ἱδρύω make to sit down perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιδρύσασθαι — συνιδρύ̱σασθαι , σύν ἱδρύω make to sit down aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίδρυται — συνί̱δρῡται , σύν ἱδρύω make to sit down perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίσσομαι — και νίσομαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.) 2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.) 3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» κατεβαίνω… …   Dictionary of Greek

  • συμπηγνύω — ΝΑ, και συμπήγνυμι Α 1. καθιστώ κάτι συμπαγές, τό συμπυκνώνω 2. στερεώνω, στερεοποιώ νεοελλ. ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία») αρχ. 1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῡ παρ οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνίζω — Μ κάθομαι μαζί με άλλους σε σύσκεψη ενός σώματος αρχ. 1. συνιζάνω, κατακαθίζω («τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα», Πλούτ.) 2. προκαλώ συνίζηση, προκαλώ πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἵζω «βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω, ιδρύω, τοποθετώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”