- συν-εκ-νήχομαι
συν-εκ-νήχομαι, mit herausschwimmen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-νήχομαι, mit herausschwimmen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συννήχομαι — ΜΑ κολυμπώ μαζί με άλλον (α. «συνέπαιζε γὰρ αὐτῷ καὶ συνενήχετο καθ ἡμέραν», Πλούτ. β. «θαλάττιοι γεγόναμεν και συννηχόμεθα τῷ θηρίῳ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek