- συν-εκ-μοχλεύω
συν-εκ-μοχλεύω, mit oder zugleich heraushebeln, Ar. Lys. 430.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-μοχλεύω, mit oder zugleich heraushebeln, Ar. Lys. 430.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυνεκμοχλεύσω — σύν , ἐκ μοχλεύω prise up aor subj act 1st sg σύν , ἐκ μοχλεύω prise up fut ind act 1st sg σύν , ἐκ μοχλεύω prise up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) σύν ἐκμοχλεύω lift out with a lever aor subj act 1st sg σύν ἐκμοχλεύω lift out with a lever… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεμόχλευσεν — σύν μοχλεύω prise up aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek