- συν-εκ-δέχομαι
συν-εκ-δέχομαι (s. δέχομαι), mit od. zugleich aufnehmen, auffassen, auch übertr., = begreifen, Plut. de frat. am. 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-δέχομαι (s. δέχομαι), mit od. zugleich aufnehmen, auffassen, auch übertr., = begreifen, Plut. de frat. am. 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδιαδέχομαι — Α δέχομαι κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαδέχομαι «δέχομαι κάτι από άλλον»] … Dictionary of Greek
συνεκδέχομαι — ΜΑ 1. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη μαζί με κάποιον 2. ερμηνεύω, εξηγώ κάτι συσχετίζοντάς το με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδέχομαι «δέχομαι, αναλαμβάνω»] … Dictionary of Greek
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… … Dictionary of Greek
προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… … Dictionary of Greek
Synecdoche — is taken from Greek sinekdohi (συνεκδοχή), meaning simultaneous understanding (PronEng|si nek duh kee) (pronounced IPA|). a figure of speech in which:* a term denoting a part of something is used to refer to the whole thing, or * a term denoting… … Wikipedia
οδοιδόκος — ὁδοιδόκος, ὁ (Α) (συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α συνθετικό… … Dictionary of Greek
συγκολαφίζομαι — Μ δέχομαι κολάφους μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολαφίζω «χτυπώ, χαστουκίζω» (< κόλαφος «ράπισμα, χτύπημα στο πρόσωπο»)] … Dictionary of Greek
συμβουλεύω — ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν 1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους… … Dictionary of Greek
συνεισδέχομαι — Μ 1. δέχομαι συγχρόνως 2. παραδέχομαι, επιτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσδέχομαι «υποδέχομαι, παραδέχομαι»] … Dictionary of Greek