- συν-εκ-δρομή
συν-εκ-δρομή, ἡ, gemeinschaftliches Auslaufen, gemeinschaftlicher Ausfall u. Angriff, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-δρομή, ἡ, gemeinschaftliches Auslaufen, gemeinschaftlicher Ausfall u. Angriff, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου … Dictionary of Greek