- προς-μερίζω
προς-μερίζω, zutheilen, τί τινι, Pol. 22, 5, 15, vertheilen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-μερίζω, zutheilen, τί τινι, Pol. 22, 5, 15, vertheilen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… … Dictionary of Greek