- συν-εικάζω
συν-εικάζω, zusammen vergleichen, ähnlich machen, Ath. IX, 391 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εικάζω, zusammen vergleichen, ähnlich machen, Ath. IX, 391 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεικάζω — Α 1. εικάζω, συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα 2. μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰκάζω «συμπεραίνω, παρομοιάζω»] … Dictionary of Greek
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
συντεκμαίρομαι — Α 1. εικάζω, συμπεραίνω βάσει πολλών συγχρόνως δεδομένων 2. υπολογίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνυπολογίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκμαίρομαι «δηλώνω, συμπεραίνω»] … Dictionary of Greek