- συν-εκ-κλύζω
συν-εκ-κλύζω, mit od. zugleich ausspülen, Arist. gen. an. 1, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-κλύζω, mit od. zugleich ausspülen, Arist. gen. an. 1, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυγκεκλυσμένα — σύν κλύζω wash perf part mp neut nom/voc/acc pl ξυγκεκλυσμένᾱ , σύν κλύζω wash perf part mp fem nom/voc/acc dual ξυγκεκλυσμένᾱ , σύν κλύζω wash perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκλυσθέντων — σύν κλύζω wash aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκλύσθη — σύν κλύζω wash aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλύζω — Α 1. κατακλύζω, πλημμυρίζω από παντού 2. συνταράσσω, αναταράσσω από όλες τις μεριές 3. παθ. συγκλύζομαι (κυρίως μτφ.) α) πνίγομαι σε κάτι, ιδίως στα χρέη β) (για κατάσταση) διατελώ σε σύγχυση, βρίσκομαι σε ταραχή («τὰ τῆς Ἀσίας συγκεκλυσμένα… … Dictionary of Greek
σύγκλυς — και αττ. τ. ξύγκλυς» υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α 1. αυτός που τόν κατέκλυσαν από παντού τα κύματα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek