- συν-εκ-κρούω
συν-εκ-κρούω, mit herausstoßen, εἴξας καὶ συνεκκρουσϑείς, Plut. Caes. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-κρούω, mit herausstoßen, εἴξας καὶ συνεκκρουσϑείς, Plut. Caes. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επαράσσω — ἐπαράσσω και ιων. τ. ἐπαράττω (Α) 1. κρούω, χτυπώ («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ ἦν ἐπήραξε», Πλάτ.) 2. επιπίπτω, ενσκήπτω ορμητικά («ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολύς, κῡμα ἐλαύνων», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αράσσω «κτυπώ»] … Dictionary of Greek
συγκροταλίζω — Μ χτυπώ δύο πράγματα το ένα με το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κροταλίζω «παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα, κρούω κάτι» (< κρόταλον)] … Dictionary of Greek