- συν-εκ-φωτιζω
συν-εκ-φωτιζω, mit aushellen, ganz erleuchten, Plut. reip. ger. praec. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-φωτιζω, mit aushellen, ganz erleuchten, Plut. reip. ger. praec. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγκαταυγάζω — Α φωτίζω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταυγάζω «φωτίζω, λάμπω»] … Dictionary of Greek
συναυγάζω — ΜΑ φωτίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καταυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αὐγάζω «φωτίζω, λάμπω» (< αὐγή)] … Dictionary of Greek
συνεκφωτίζω — Α δίνω πρόσθετο φως, φωτίζω πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκφωτίζω «φωτίζω πλήρως, καταλάμπω»] … Dictionary of Greek
συνεπαυγάζω — Μ φωτίζω έντονα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπαυγάζω «φωτίζω, λάμπω»] … Dictionary of Greek
συμπεφώτισται — σύν φωτίζω shine perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεφωτίζετο — σύν φωτίζω shine imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)