συν-εκ-τίνω

συν-εκ-τίνω

συν-εκ-τίνω (s. τίνω), mit od. zugleich bezahlen, büßen; Plat. Legg. IX, 855 b; ὡμολόγησαν αὐτοὶ συνεκτίσειν, Dem. 53, 26; ζημίαν συνεκτίσειν, Plut. Camill. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συντίνω — και αττ. τ. ξυντίνω Α πληρώνω από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίνω «πληρώνω, καταβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • φατειός — ά, όν, Α (επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός (για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φα τειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φημί*, αποτελεί το αρχαιότερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”