συν-εκ-τάσσω

συν-εκ-τάσσω

συν-εκ-τάσσω, att. -ττω, mit, zugleich in Schlachtordnung stellen, Xen. Cyr. 6, 3, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • συνανατάττεσθαι — σύν , ἀνά τάσσω draw up in order of battle pres inf mp (attic) σύν ἀνατάσσω countermand pres inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Синтагма сочинение — (συν со и ταγμα, приказание, полк в стройном порядке, от τασσω привожу в порядок) название или заглавие сочинения, дающего систематическое обозрение предметов одной научной или практической области. Знаменитейшая алфавитная С. свод всех предметов …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Синтагма, сочинение — (συν со и ταγμα, приказание, полк в стройном порядке, от τασσω привожу в порядок) название или заглавие сочинения, дающего систематическое обозрение предметов одной научной или практической области. Знаменитейшая алфавитная С. свод всех предметов …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ευσύντακτος — εὐσύντακτος, ον (Α) αυτός που είναι συντεταγμένος καλά 2. (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που έχει καλή σύνταξη, καλό ύφος. επίρρ... εὐσυντάκτως (ΑΜ) με ευσύντακτο τρόπο, με καλή σύνταξη μσν. με καλή στρατιωτική παράταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… …   Dictionary of Greek

  • σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”