- συν-εκ-πίμπρημι
συν-εκ-πίμπρημι (s. πίμπρημι), mit entzünden, Arist. meteor. 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-πίμπρημι (s. πίμπρημι), mit entzünden, Arist. meteor. 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεκπίμπρησι — σύν , ἐκ πίμπρημι burn pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπρησαν — σύν πίμπρημι burn aor ind act 3rd pl σύν πρήθω burn aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπρησεν — σύν πίμπρημι burn aor ind act 3rd sg σύν πρήθω burn aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπρήσθη — σύν πίμπρημι burn aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπίμπρασαν — σύν πίμπρημι burn imperf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπρησθείσας — συμπρησθείσᾱς , σύν πίμπρημι burn aor part pass fem acc pl συμπρησθείσᾱς , σύν πίμπρημι burn aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)