- συν-εκ-πέμπω
συν-εκ-πέμπω, mit oder zugleich aus-, fort-, wegschicken; Plat. Tim. 91 a; Xen. Hell. 7, 2, 18 Oec. 7, 35 u. Sp., wie Plut. Timol. 2 u. Luc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-πέμπω, mit oder zugleich aus-, fort-, wegschicken; Plat. Tim. 91 a; Xen. Hell. 7, 2, 18 Oec. 7, 35 u. Sp., wie Plut. Timol. 2 u. Luc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταπέμπω — (Α μεταπέμπω) (συν. το παθ.) μεταπέμπομαι προσκαλώ κάποιον να έλθει μέσω απεσταλμένου μου, στέλνω και προσκαλώ κάποιον («ὁ Κροῑσος μεταπέμπεται τόν... Ἄδρηστον», Ηρόδ.) αρχ. παθ. (σχετικά με πράγματα) παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek