- συν-εκ-πέπτω
συν-εκ-πέπτω, spätere Form statt συνεκπέσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-πέπτω, spätere Form statt συνεκπέσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμπέσσω — και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α 1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.) 2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω 3. εκκολάπτω 4. ευνοώ την πέψη 5. παθ. συμπέσσομαι… … Dictionary of Greek