- συν-εκ-πλώω
συν-εκ-πλώω, ion. = συνεκπλέω, συνεκπλῶσαι Her. 1, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-πλώω, ion. = συνεκπλέω, συνεκπλῶσαι Her. 1, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρώομαι — Α (επικ.τ.) (αποθ.) 1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.) 2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις 3. (για μαλλιά) κυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek