συν-εκ-πορεύομαι

συν-εκ-πορεύομαι

συν-εκ-πορεύομαι, dep. pass., mit oder zugleich ausgehen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνδιεκβάλλω — Α ενεργώ έτσι ώστε να διέλθει κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διεκβάλλω «πορεύομαι, διέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από …   Dictionary of Greek

  • νίσσομαι — και νίσομαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.) 2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.) 3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» κατεβαίνω… …   Dictionary of Greek

  • συστείχω — ΜΑ πορεύομαι από κοινού, βαδίζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στείχω «βαδίζω, πορεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συμπάρειμι — (I) Α 1. παρευρίσκομαι μαζί με άλλους («πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῑν ἄνδρες», ΚΔ) 2. (για καταστάσεις ή αισθήματα) εμφανίζομαι συγχρόνως 3. έρχομαι για να βοηθήσω («τῶν Ἀθηναίων ξυμπαρῆσάν τινες αὐτοῑς», Ξεν.) 4. αστρον. (για πλανήτη) κατέχω θέση… …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • οχώ — (Α ὀχῶ, έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω) (συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, έομαι μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα αρχ. 1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.) 2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

  • συμμετεωροπορώ — έω, Α πορεύομαι στους αιθέρες μαζί ή συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετεωροπορῶ «περπατώ στα ύψη, αεροβατώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξοδεύω — Α 1. αναχωρώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. συνοδεύω πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξοδεύω «βγαίνω και πορεύομαι, αναχωρώ, φεύγω»] …   Dictionary of Greek

  • συνταχύνω — Α 1. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι («τὴν επιχείρησιν μὴ οὕτω συντάχυνε», Ηρόδ.) 2. (για νόσο) έχω τον ίδιο ρυθμό εξέλιξης 3. (αμτβ.) πορεύομαι με ταχύτητα, σπεύδω 4. φρ. «ὁ βίος συνταχύνει» ο βίος σπεύδει προς το τέλος του, η ζωή τελειώνει γρήγορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”