- συν-εμ-πίπρημι
συν-εμ-πίπρημι (s. πίμπρημι), mit od. zugleich anzünden, συνεμπρῆσαι νεῶν πρύμνας, Eur. Rhes. 489.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εμ-πίπρημι (s. πίμπρημι), mit od. zugleich anzünden, συνεμπρῆσαι νεῶν πρύμνας, Eur. Rhes. 489.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμπίπρημι — Α καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο, βάζω φωτιά συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πίπρημι «καίω»] … Dictionary of Greek