συν-εφ-άπτομαι

συν-εφ-άπτομαι

συν-εφ-άπτομαι, ion. συνεπάπτομαι, mit oder zugleich anfassen, Hand anlegen, beistehen; σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97; zugleich mit Einem den Feind angreifen, τινί τινος, Her. 7, 158; τῆς στρατείας, τοῦ πολέμου, Plut. Timol. 8 Aem. Paull. 13; auch in der Rede, conj. praec. A.; u. öfter Luc., z. B. amor. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • τεταγών — όντος, ὁ, Α (επικ. τ. μτχ. αορ. β με αναδιπλασιασμό και χωρίς ενεστ.) (συν. με γεν.) αφού τόν, τήν ή τό έπιασε ή κρατώντας κάποιον ή κάτι («ῥῑψε ποδὸς τεταγὼν» τόν έπιασε από το πόδι και τόν πέταξε, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματισμένος με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”