- συν-εφ-ιζάνω
συν-εφ-ιζάνω, mit daneben sitzen, Eum. Ism. 1 p. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εφ-ιζάνω, mit daneben sitzen, Eum. Ism. 1 p. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνιζάνω — ΝΜA καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», Πλούτ.) μσν. αρχ. βυθίζομαι, βουλιάζω μσν. συνίζω*, μετέχω σε σύσκεψη αρχ. προκαλώ συνίζηση, κάνω κάτι να βυθιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱζάνω «τοποθετώ, εγκαθιστώ, κατακαθίζω»] … Dictionary of Greek