- συν-εφ-αρμόζω
συν-εφ-αρμόζω, od. att. -αρμόττω, mit od. zugleich anpassen, Schol. Ar. Av. 424.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εφ-αρμόζω, od. att. -αρμόττω, mit od. zugleich anpassen, Schol. Ar. Av. 424.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεξήρμοσται — σύν , ἐκ ἁρμόζω fit together perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπρέπω — ΜΑ ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ. β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»] … Dictionary of Greek
ευσυνάρμοστος — εὐσυνάρμοστος, ον (A) αυτός που συναρμόζεται εύκολα, που ταιριάζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αρμόζω] … Dictionary of Greek
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek