- συν-εταιρίς
συν-εταιρίς, ίδος, ἡ, fem. von συνέταιρος, Mitgenossinn, Erinna 2 (VII, 710).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εταιρίς, ίδος, ἡ, fem. von συνέταιρος, Mitgenossinn, Erinna 2 (VII, 710).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek