συν-ερέτης

συν-ερέτης

συν-ερέτης, , der Mitruderer, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνερέτης — ὁ, ΜΑ αυτός που κωπηλατεί μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρέτης «κωπηλάτης»] …   Dictionary of Greek

  • συνηρέτης — και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) «σύμφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηρέτης (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. ὑπ ηρέτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”