συν-ερείπω

συν-ερείπω

συν-ερείπω (s. ἐρείπω), zusammenreißen, zerstören; καὶ διαλύειν τὴν τῶν ὀνομάτων οἰκονομίαν, den Bau der Wörter auflösen u. zerstören, Alcidam.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνερείπειν — σύν ἐρείπω throw pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερείπω — Α γκρεμίζω, καταστρέφω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρείπω «κατεδαφίζω, γκρεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”