συν-εργάζομαι

συν-εργάζομαι

συν-εργάζομαι, dep. med., mit einem Andern zugleich od. zusammen arbeiten; εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσει, σκόπει, Soph. Ant. 41; helfen, beistehen, πρός τι, Xen. Cyr. 7, 1, 33, τινί, Pol. 34, 10, 13, u. a. Sp.; – bearbeiten, λίϑοι οὐ ξυνειργασμένοι, nicht behauene od. zu Bildsäulen verarbeitete Steine, Thuc. 1, 93.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοξοεργώ — λοξοεργῶ, έω (Μ) εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + εργῶ (< εργός < ἔργον), πρβλ. λιν εργώ, συν εργώ] …   Dictionary of Greek

  • συμπαλαμώμαι — άομαι, Α (αποθ.) συνεργώ σε μια επινόηση, σε ένα τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παλαμῶμαι «εργάζομαι με τα χέρια, μηχανεύομαι» (< παλάμη)] …   Dictionary of Greek

  • συμφιλοπονώ — έω, Α φιλοπονώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλοπονῶ «εργάζομαι με προθυμία, είμαι φίλεργος»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξεργάζομαι — Α 1. καταστρέφω συγχρόνως 2. εργάζομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξεργάζομαι «καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • συνθητεύω — Μ εργάζομαι ως μισθωτός δούλος μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θητεύω «δουλεύω, υπηρετώ»] …   Dictionary of Greek

  • συντεχνώμαι — άομαι, Α εργάζομαι μαζί με τους τεχνίτες ή τούς βοηθώ με τα σχέδια και τις συμβουλές μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεχνῶμαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» (< τέχνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”