- συν-εργατίνης
συν-εργατίνης, ὁ, poet. statt συνεργάτης, Leon. Tar. 91 (VII, 295), συνεργ. ἰχϑυβόλων ϑίασος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εργατίνης, ὁ, poet. statt συνεργάτης, Leon. Tar. 91 (VII, 295), συνεργ. ἰχϑυβόλων ϑίασος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεργατίνης — ὁ, Α φρ. «συνεργατίνης θίασος» όμιλος που αποτελείται από συνεργάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐργατίνης «εργάτης, ιδίως γεωργός»] … Dictionary of Greek