συν-εργός

συν-εργός

συν-εργός, mitarbeitend, helfend, als subst. der Mitarbeiter, Gehülfe; καλέσαντο συνεργὸν τείχεος, Pind. Ol. 8, 32; ξυνεργὸς ἀδίκων ἔργων, Eur. Hipp. 626; ϑρήνοις ἐμοῖς, Hel. 1119; Ar. Equ. 586; Thuc. 8, 92; Andoc. 1, 15; τούτου τοῦ κτήματος τῇ ἀνϑρωπείᾳ φύσει συνεργὸν ἀμείνω Ἕρωτος οὐκ ἄν τις ῥᾳδίως λάβοι, Plat. Conv. 212 b; μὴ χρῆσϑαι τούτοις συνεργοῖς, Legg. VII, 811 e, u. öfter, wie Xen., πῦρ συνεργὸν πρὸς τέχνην Mem. 4, 3, 7; ὁ τούτου σ., Dem. 19, 144; κεχρημένος αὐτῷ συνεργῷ πρὸς πολλά, Pol. 23, 2, 4, u. öfter. – Auch = dieselbe Arbeit wie ein Anderer betreibend, Kunstgenosse, Mitkünstler, in welcher Bdtg Einige σύνεργος betonen, vgl. Bast epist. crit. p. 208.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • θεουργός — ό (AM θεουργός, όν) νεοελλ. αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις μσν. αρχ. αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + εργος (< έργον), πρβλ. αγαθο εργός …   Dictionary of Greek

  • λοξοεργώ — λοξοεργῶ, έω (Μ) εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + εργῶ (< εργός < ἔργον), πρβλ. λιν εργώ, συν εργώ] …   Dictionary of Greek

  • sen-, sene-, sen(e)u-, senǝ- —     sen , sene , sen(e)u , senǝ     English meaning: to prepare, work on, succeed     Deutsche Übersetzung: “bereiten, ausarbeiten, vollenden, erzielen”     Material: O.Ind. ásanam “I gewann”, sanē ma “wir mögen gewinnen”; sanō ti “gewinnt”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”