- συν-ερπύζω
συν-ερπύζω, = Folgdm, Opp. Hal. 1, 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ερπύζω, = Folgdm, Opp. Hal. 1, 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνερπύζω — Α προχωρώ σερνόμενος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἑρπύζω «σέρνομαι»] … Dictionary of Greek