- συν-επι-ψηφίζω
συν-επι-ψηφίζω, mit abstimmen lassen, mit Andern das Vorgetragene bestätigen; Arist. pol. 2, 8; τὰ κατὰ τὰς διαλύσεις, Pol. 22, 15, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-επι-ψηφίζω, mit abstimmen lassen, mit Andern das Vorgetragene bestätigen; Arist. pol. 2, 8; τὰ κατὰ τὰς διαλύσεις, Pol. 22, 15, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek