συν-επ-ισχύω

συν-επ-ισχύω

συν-επ-ισχύω, mit verstärken, seine Kräfte mit Einem zu einem Zwecke vereinigen, ihm worin beistehen; Xen. Mem. 2, 4, 6; Pol. 18, 24, 11 u. öfter; auch ταῖς πλεονεξίαις τινός, 28, 5, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνισχύετο — συνῑσχύ̱ετο , σύν ἰσχύω to be strong imperf ind mp 3rd sg συνισχύ̱ετο , σύν ἰσχύω to be strong imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίσχυεν — συνί̱σχῡεν , σύν ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd sg συνίσχῡεν , σύν ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • νομιστεύω — (Α) [νομιστός] 1. (σχετικά με νόμισμα) έχω σε κυκλοφορία, χρησιμοποιώ ως νόμισμα 2. (συν. το παθ.) νομιστεύομαι α) είμαι σε χρήση, ισχύω («τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης... καὶ τοῡ χαρακτῆρος τούτου νομιστευομένου παρὰ τοῑς Αἰτωλοῑς», Πολ.) β) (για …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”