- συν-επ-ερίζω
συν-επ-ερίζω, womit wetteifern, τινί, Philp. (Paralip. 87. IX, 709), ἁ δὲ τέχνα ποταμῷ συνεπήρικεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-επ-ερίζω, womit wetteifern, τινί, Philp. (Paralip. 87. IX, 709), ἁ δὲ τέχνα ποταμῷ συνεπήρικεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεπερίζω — Α αμιλλώμαι ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπί + ἐρίζω] … Dictionary of Greek
συνηρισμένα — σύν ἐρίζω strive perf part mp neut nom/voc/acc pl συνηρισμένᾱ , σύν ἐρίζω strive perf part mp fem nom/voc/acc dual συνηρισμένᾱ , σύν ἐρίζω strive perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηρίσθη — σύν ἐρίζω strive aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)