- συν-επ-απ-ερείδω
συν-επ-απ-ερείδω (s. ἐρείδω), mit darauf stützen, lehnen, Plut. Caes. 8, f. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-επ-απ-ερείδω (s. ἐρείδω), mit darauf stützen, lehnen, Plut. Caes. 8, f. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνερείδω — Α 1. στηρίζω μαζί, συναρμόζω («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.) 2. δένω μαζί σφιχτά («χέρα δεσμοῑς διδύμοις συνερεισθέντες», Ευρ.) 3. είμαι δεμένος σφιχτά («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.) 4. (για στρατιώτες) είμαι τοποθετημένος σε πυκνή… … Dictionary of Greek