- συν-αφ-ικνέομαι
συν-αφ-ικνέομαι (s. ἱκνέομαι), mit od. zugleich an-od. zurückkommen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αφ-ικνέομαι (s. ἱκνέομαι), mit od. zugleich an-od. zurückkommen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναντικόν — σύν , ἀντί ἱκνέομαι come aor part act masc voc sg (ionic) σύν , ἀντί ἱκνέομαι come aor part act neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)