- συν-αυαίνω
συν-αυαίνω, zusammentrocknen, trans., συναυανῶ κόρας, Eur. Cycl. 462; Hippocr. – Pass. zusammentrocknen, intr., Plat. Phaedr. 251 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αυαίνω, zusammentrocknen, trans., συναυανῶ κόρας, Eur. Cycl. 462; Hippocr. – Pass. zusammentrocknen, intr., Plat. Phaedr. 251 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναυαίνω — Α μαραίνω κάτι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αὐαίνω «ξηραίνω, μαραίνω» (< αὖος «ξερός, στεγνός»)] … Dictionary of Greek