συν-ατμίζω

συν-ατμίζω

συν-ατμίζω, zugleich ausdünsten, ausdampfen, D. L. 6, 73.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνατμίζομαι — Α εξατμίζομαι και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀτμίζω «εξατμίζομαι» (< ἀτμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”