- συν-ασμενίζω
συν-ασμενίζω, sich mitfreuen, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ασμενίζω, sich mitfreuen, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνασμενίζω — Α 1. ευφραίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. νιώθω την ίδια ευχαρίστηση όπως και κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσμενίζω «δίνω ευχαρίστηση, μένω ευχαριστημένος» (< ἄσμενος)] … Dictionary of Greek