- συν-ασχάλλω
συν-ασχάλλω, mit od. zugleich traurig, unwillig oder zornig werden, τινί, über Etwas.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ασχάλλω, mit od. zugleich traurig, unwillig oder zornig werden, τινί, über Etwas.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνασχάλλω — και ποιητ. τ. συνασχαλῶ, άω και αττ. τ. ξυνασχάλλω και ξυνασχαλῶ, άω, Α αγανακτώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσχάλλω «δυσανασχετώ, αδημονώ»] … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
seĝh-, seĝhi-, seĝhu- — seĝh , seĝhi , seĝhu English meaning: to hold, possess; to overcome smbd.; victory Deutsche Übersetzung: “festhalten, halten; einen in Kampf ũberwältigen; Sieg” Material: O.Ind. sáhatē “ mastered, is able, endures “, sáhas n.… … Proto-Indo-European etymological dictionary