- συν-αστραγαλίζω
συν-αστραγαλίζω, mit od. zusammen mit Würfeln spielen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αστραγαλίζω, mit od. zusammen mit Würfeln spielen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναστραγαλίζω — Α παίζω το παιχνίδι τών αστραγάλων μαζί με άλλον, παίζω τα κότσια με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀστραγαλίζω «παίζω το παιχνίδι τών αστραγάλων» (< ἀστράγαλος)] … Dictionary of Greek