- συν-αρέσκω
συν-αρέσκω (s. ἀρέσκω), Etwas mit billigen, Ap. Rh. 3, 901. 4, 373; – impers., συναρέσκει μοι, 202; – οἱ μὴ συναρεσκόμενοι τῷ εἶναι, S. Emp. adv. phys. 2, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αρέσκω (s. ἀρέσκω), Etwas mit billigen, Ap. Rh. 3, 901. 4, 373; – impers., συναρέσκει μοι, 202; – οἱ μὴ συναρεσκόμενοι τῷ εἶναι, S. Emp. adv. phys. 2, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.