- συν-αριστεύω
συν-αριστεύω, mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αριστεύω, mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αριστεύς — ἀριστεύς, ο (AM) [αριστεύω] μσν. ο πρώτος στην ανδρεία, το παλληκάρι αρχ. 1. ο άριστος, ο διακεκριμένος, ο πρώτος 2. συν. στον πληθ. οἱ ἀριστεῑς οι άριστοι, οι ηγέτες, οι αρχηγοί … Dictionary of Greek