- συν-αρωγός
συν-αρωγός, mit helfend, Gehülfe; H. h. 7, 4; Philp. 21 (VI, 259).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αρωγός, mit helfend, Gehülfe; H. h. 7, 4; Philp. 21 (VI, 259).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναρωγός — όν, Α συμβοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρωγός «βοηθός» (< ἀρήγω)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek