- συν-αρτύνω
συν-αρτύνω, = συναρτύω, Ap. Rh. 2, 1077, u. med., 4, 355.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αρτύνω, = συναρτύω, Ap. Rh. 2, 1077, u. med., 4, 355.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναρτύνασθε — συναρτύ̱νασθε , σύν ἀρτύνω putting aor imperat mid 2nd pl συνᾱρτύ̱νασθε , σύν ἀρτύνω putting aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) συναρτύ̱νασθε , σύν ἀρτύνω putting aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρτύναντες — συναρτύ̱ναντες , σύν ἀρτύνω putting aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρτύω — και συναρτύνω Α 1. παρέχω τα απαραίτητα για τον εξοπλισμό κάποιου, εξοπλίζω («ἀσπίσι νῆα συναρτύσαντες», Απολλ. Ρόδ.) 2. (σχετικά με εδέσματα) καρυκεύω με τον ίδιο τρόπο ή καρυκεύω επιπροσθέτως 3. (κατά τον Ησύχ.) συναρμόζω 4. (στο Άργος και στην … Dictionary of Greek