συν-αρπάζω

συν-αρπάζω

συν-αρπάζω (s. ὰρπάζω), mit od. zusammen rauben, fortreißen; χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράττει καὶ ξυναρπάζει βίᾳ, Aesch. Pers. 191; βίᾳ ξυναρπασϑεῖσαν Ἀργείων ὕπο, Soph. Ai. 493; O. C. 823; πάντα γὰρ συναρπάσας ϑύελλ' ὅπως βέβηκας, El. 1139; übertr. ὡς εὐμαϑές σου φώνημ' ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενί, Ai. 16, schnell auffassen, verstehen; σκύμνον οἶά νιν ἐν χεροῖν ὀρείαν ξυνήρπασαν Eur. Or. 1493, u. öfter; Ar. Nubb. 765; auch med., ξυναρπάσασϑαί τινα μέσον, Lys. 437; ergreifen, Pol. 5, 41, 9 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευσυνάρπαστος — εὐσυνάρπαστος, ον (Α) αυτός που συναρπάζεται εύκολα, που παρασύρεται εύκολα. επίρρ... ευσυναρπάστως αυθόρμητα, παρορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αρπάζω] …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • συγκαθαρπάζω — Μ αρπάζω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαρπάζω «αρπάζω βιαστικά ή βίαια»] …   Dictionary of Greek

  • συμμάρπτω — Α αρπάζω και τσακίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάρπτω «αρπάζω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • συναφαρπάζω — Μ αρπάζω κάτι βίαια μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφαρπάζω «αρπάζω με τη βία»] …   Dictionary of Greek

  • συνδράσσω — Α (το ενεργ. και το μέσ.) αρπάζω κάτι ή συλλαμβάνω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δράσσω, σπάνιος τ. τού δράττομαι «αρπάζω, συλλαμβάνω με δύναμη»] …   Dictionary of Greek

  • λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… …   Dictionary of Greek

  • νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… …   Dictionary of Greek

  • συλλαφύσσω — Α (ποιητ. τ.) αρπάζω κάτι με απληστία μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λαφύσσω «καταβροχθίζω, αφανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδρωπακίζω — Α αρπάζω κάτι ή κάποιον με τη βία, διαρπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δρωπακίζω «μαδώ τις τρίχες με έμπλαστρο, αποσπώ βίαια» (πρβλ. δρωπακιστής «αυτός που χρησιμοποιεί κέρινο έμπλαστρο για να αφαιρέσει τον χρυσό από επιχρυσωμένο άγαλμα»)] …   Dictionary of Greek

  • συνεκλαμβάνω — ΜΑ μσν. εννοώ συγχρόνως αρχ. 1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.) 2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”