ευσυνάρπαστος — εὐσυνάρπαστος, ον (Α) αυτός που συναρπάζεται εύκολα, που παρασύρεται εύκολα. επίρρ... ευσυναρπάστως αυθόρμητα, παρορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αρπάζω] … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
συγκαθαρπάζω — Μ αρπάζω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαρπάζω «αρπάζω βιαστικά ή βίαια»] … Dictionary of Greek
συμμάρπτω — Α αρπάζω και τσακίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάρπτω «αρπάζω, χτυπώ»] … Dictionary of Greek
συναφαρπάζω — Μ αρπάζω κάτι βίαια μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφαρπάζω «αρπάζω με τη βία»] … Dictionary of Greek
συνδράσσω — Α (το ενεργ. και το μέσ.) αρπάζω κάτι ή συλλαμβάνω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δράσσω, σπάνιος τ. τού δράττομαι «αρπάζω, συλλαμβάνω με δύναμη»] … Dictionary of Greek
λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… … Dictionary of Greek
νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… … Dictionary of Greek
συλλαφύσσω — Α (ποιητ. τ.) αρπάζω κάτι με απληστία μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λαφύσσω «καταβροχθίζω, αφανίζω»] … Dictionary of Greek
συνδρωπακίζω — Α αρπάζω κάτι ή κάποιον με τη βία, διαρπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δρωπακίζω «μαδώ τις τρίχες με έμπλαστρο, αποσπώ βίαια» (πρβλ. δρωπακιστής «αυτός που χρησιμοποιεί κέρινο έμπλαστρο για να αφαιρέσει τον χρυσό από επιχρυσωμένο άγαλμα»)] … Dictionary of Greek
συνεκλαμβάνω — ΜΑ μσν. εννοώ συγχρόνως αρχ. 1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.) 2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»] … Dictionary of Greek