- συν-απο-μαλάσσω
συν-απο-μαλάσσω, mit od. zugleich weich machen, Aristaen. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-μαλάσσω, mit od. zugleich weich machen, Aristaen. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναπομαλάσσω — Α μαλάσσω, μαλακώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπό + μαλάσσω] … Dictionary of Greek
συμμαλάσσω — και αττ. τ. συμμαλάττω Α 1. μαλάσσω, ζυμώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. παθ. συμμαλάσσομαι μτφ. κυριεύομαι από έντονα συναισθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μαλάσσω «μαλακώνω κάτι τρίβοντάς το»] … Dictionary of Greek
σύμμαγμα — άγματος, τὸ, Α μάζα από χώμα και χαλίκια την οποία συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι αρχιτέκτοντες για τη σήμανση τοποθεσιών και τον προσδιορισμό διαστημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάγμα «πηχτή και ευμάλακτη ύλη» (< μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω»)] … Dictionary of Greek