- συν-απο-διδράσκω
συν-απο-διδράσκω (s. διδράσκω), mit oder zugleich weglaufen, κἂν ξυναποδρᾶναι δεῠρ' ἐπιχειρήσειέ μοι Ar. Ran. 81, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-διδράσκω (s. διδράσκω), mit oder zugleich weglaufen, κἂν ξυναποδρᾶναι δεῠρ' ἐπιχειρήσειέ μοι Ar. Ran. 81, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.