- συν-απο-κάμνω
συν-απο-κάμνω (s. κάμνω), mit od. zugleich bei der Arbeit ermüden, ὥςτε συναποκαμεῖν μέλη Eur. I. T. 1371, u. in später Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-κάμνω (s. κάμνω), mit od. zugleich bei der Arbeit ermüden, ὥςτε συναποκαμεῖν μέλη Eur. I. T. 1371, u. in später Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριά — και μερέα και μερά, η (Μ μερέα και μερεά και μεριά και μερία και μερά) 1. τόπος, θέση, μέρος («κάτσε επιτέλους σε μια μεριά») 2. τοποθεσία, τοπική περιοχή («η ανατολική μεριά τού δάσους») 3. κατεύθυνση 4. πλευρά, όψη, καθεμιά από τις πλευρές ή… … Dictionary of Greek
καλοκαμώνομαι — 1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς 2. ωριμάζω 3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, η, ο α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο») β) (κυρίως για καρπούς)… … Dictionary of Greek